-
1 великий
великий 1) μέγας, μεγάλος 2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλος· ботинки мне вели ки μου είναι μεγάλα τα πα πούτσια* * *1) μέγας, μεγάλος2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλοςботи́нки мне велики́ — μου είναι μεγάλα τα παπούτσια
1 великий
боти́нки мне велики́ — μου είναι μεγάλα τα παπούτσια